τελματιαίος

τελματιαίος
-α, -ο / τελματιαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέλμα («ὕδατα τελματιαῑα», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει ή που σχηματίζει τέλμα («ποταμοὶ τελματιαῑοι», Αριστοτ.)
2. φρ. «ζῷα τελματιαῑα» — ζώα που ζουν σε τέλματα (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλμα, -ατος + κατάλ -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τελματιαίων — τελματιαῖος of a marsh fem gen pl τελματιαῖος of a marsh masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελματιαίους — τελματιαῖος of a marsh masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελματήσιος — ον, Α τελματιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλμα, ατος + κατάλ. ήσιος (πρβλ. γενετ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • τελματικός — ή, όν, Α [τέλμα, ατος] τελματιαίος …   Dictionary of Greek

  • ՍԿԱԽԱՌՆ — ( ) NBH 2 0718 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ա. τελματιαῖος coenosus, palustris. իսկ Սկախառն խոնաւութիւն, τέλμα locus coenosus, lacuna. Խառն ընդ սիկ. ցեխոտ, ցխոտ. մօրուտ. տղմուտ. կաւուտ. մրրախառն. դէջ. ճախնուտ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”