- τελματιαίος
- -α, -ο / τελματιαῑος, -αία, -ον, ΝΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέλμα («ὕδατα τελματιαῑα», Αριστοτ.)αρχ.1. αυτός που έχει ή που σχηματίζει τέλμα («ποταμοὶ τελματιαῑοι», Αριστοτ.)2. φρ. «ζῷα τελματιαῑα» — ζώα που ζουν σε τέλματα (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλμα, -ατος + κατάλ -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.